κρημνισμός

κρημνισμός
κρημνισμός, ὁ (Α) [κρημνίζω]
πτώση από γκρεμό, γκρέμισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρημνισμῶν — κρημνισμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γκρεμνισμός — ο [κρημνισμός] 1. πέσιμο από ψηλά, γκρέμισμα 2. καταστροφή, αφανισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”